πινακηδον

πινακηδον
    πινακηδόν
    πῐνᾰκη-δόν
    adv. словно доски, наподобие досок Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "πινακηδον" в других словарях:

  • πινακηδόν — like planks indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πινακηδόν — Α επίρρ. σαν σανίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίναξ, ακος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • -ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»